Σύνδρομο Balint
Τα κύρια συμπτώματα του συνδρόμου είναι : σιμουλταναγνωσία, οπτική αταξία και η οφθαλμοκινητική απραξία.
Ο Αύστρο–Ούγγρος νευρολόγος Rezső Bálint (1874-1929), το 1901, περιέγραψε, σε ασθενή με αμφοτερόπλευρη βλάβη στην ινιακό-βρεγματική χώρα, το σύνδρομο που φέρει το όνομά του. Τα συμπτώματα του συνδρόμου Balint ήταν: σιμουλταναγνωσία, οπτική αταξία και η οφθαλμοκινητική απραξία.
Η σιμουλταναγνωσία (ταυτοχρονοαγνωσία) είναι διαταραχή στην οποία ο ασθενής αδυνατεί να ανιχνεύσει και να περιγράψει αντικείμενα που του παρουσιάζονται ταυτόχρονα.
Η οπτική αταξία χαρακτηρίσθηκε από τον Balint ως η αδυναμία προσέγγισης στους οπτικούς στόχους και είναι διαταραχή στην οποία ο πάσχων χωρίς να παρουσιάζει έκπτωση στα οπτικά πεδία δεν δύναται να προσεγγίσει το χέρι του στο στόχο του ή να εκτιμήσει το μέγεθος με τα δάχτυλά του.
Η αδυναμία τους ασθενούς να στοχεύσει το βλέμμα του απευθείας προς τους οπτικούς στόχους ονομάζεται οπτική αταξία. Το βλέμμα του ασθενούς, αφού περιπλανηθεί, καταλήγει στον στόχο του σχεδόν τυχαία και οφείλεται σε παραγωγή σακκαδικών κινήσεων.
Λόγω των ανωτέρω δυσλειτουργιών ο ασθενής αδυνατεί να εντοπίσει αντικείμενα στον χώρο και παρουσιάζει διαταραχή της στερεοσκοπικής οράσεως, οπτική αγνωσία, αδυναμία αναγνώσεως άνευ αγραφίας, σιμουλταναγνωσία, προσωποαγνωσία, αταξία βλέμματος, απραξία ενδύσεως και σε ορισμένες περιπτώσεις οπτική αταξία. Οι ασθενείς, επί βλάβης της κοιλιακής οδού, παρουσιάζουν διαταραχή του προσανατολισμού στον χώρο, της εντόπισης αντικειμένων, της στερεοσκοπικής όρασης, οπτική αγνωσία, αλεξία άνευ αγραφίας, ενώ επί βλάβης της ραχιαίας οδού εμφανίζουν προσωποαγνωσία, σιμουλτα-ναγνωσία, αταξία του βλέμματος, οπτική αταξία και ιδίως απραξία ενδύ-σεως. Διατηρούν την εναισθησία της καταστάσεως, δεν παρουσιάζουν έκπτωση των οπτικών πεδίων, αδυναμία αναγνώρισης του χρώματος και του σχήματος των αντικειμένων και διατηρούν την οπτική μνήμη. Το σύνδρομο μπορεί να οφείλεται σε: α) σε αγγειακά σύνδρομα, β) σε κακώσεις του ινιακού λοβού, γ) χωροκατακτητικές εξεργασίες οφειλόμενες σε νεοπλασίες στον ινιακό λοβό ή σε διεύρυνση των πλαγίων κολιών από υδροδυναμικές διαταραχές, δ) σε δευτερογενείς ατροφίες του ινιακού λοβού στα πλαίσια των νόσων Alzheimer, Jacobs-Creutzfeld, ε) σε απομυελινωτικές διεργασίες, όπως λευκοδυστροφίες και πολλαπλή σκλήρυνση, στ) σε παρανεοπλασματικές αλλοιώσεις, η) σε τοξικές βλάβες και θ) σε επιληπτική δραστηριότητα του ινιακού λοβού και της ινιοβρεγματικής και της ινιοκροταφικής περιοχής.