ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗΣ
Η “δεύτερη νόσος”
Η λέξη “στίγμα” προέρχεται από το ρήμα “στίζω” που σημαίνει “δημιουργώ ένα σημάδι σε μια επιφάνεια, συνήθως μέσω νύγματος ή καυτηριασμού” και έχει, σχεδόν διαχρονικά και οικουμενικά, αρνητική έννοια. Στη Γένεση αναφέρεται ότι ο Θεός στιγμάτισε το πρόσωπο του αδελφοκτόνου Κάιν ώστε να είναι από όλους αναγνωρίσιμος και να βιώνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του την απόρριψη των συνανθρώπων του για την αποτρόπαια πράξη του, ενώ στην Αρχαία Ελλάδα στιγματίζονταν οι σκλάβοι με σκοπό να διακρίνονται ως οι κατώτεροι στην κοινωνική ιεραρχία. Σήμερα ο όρος “στίγμα” χρησιμοποιείται κυρίως μεταφορικά για να περιγράψει το φαινόμενο της “εξαίρεσης” κάποιων ομάδων ατόμων από το “σύνηθες”, “κανονικό” ή “φυσιολογικό” κοινωνικό σύνολο λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους.
Η ανθρώπινη νόσος συνοδεύεται συχνά από το φαινόμενο του στίγματος, ιδίως όταν παρουσιάζει κλινικές εκδηλώσεις που προκαλούν αηδία (πχ. έντονος βήχας, δερματικά εξανθήματα, καχεξία), εμφανίζει υψηλή μεταδοτικότητα (πχ. φυματίωση, λέπρα, πανούκλα) ή συνδέεται με συνήθειες που δεν θεωρούνται κοινωνικά αποδεκτές, όπως η χρήση ναρκωτικών ουσιών ή η εναλλαγή πολλών ερωτικών συντρόφων χωρίς τη λήψη των απαραίτητων προφυλάξεων (πχ. AIDS, ηπατίτιδα, σύφιλη). Ιδιάζουσα θέση μεταξύ των ασθενειών που στιγματίζουν τους πάσχοντες αποτελούν οι ψυχιατρικές διαταραχές, εξαιτίας των “μύθων” που τις ακολουθούν. Τα άτομα που πάσχουν από σχιζοφρένεια χαρακτηρίζονται ως “επικίνδυνα και απρόβλεπτα”, πεποίθηση που συχνά ενισχύεται από τα ΜΜΕ και τον κινηματογράφο (“ο σχιζοφρενής δολοφόνος”), ενώ οι ασθενείς με κατάθλιψη θεωρούνται “αδύναμοι χαρακτήρες”. Οι πάσχοντες από διαταραχή της ταυτότητας του φύλου περιγράφονται ως άνθρωποι “ανήθικοι ή ανώμαλοι”, ενώ αποστροφή προκαλούν συχνά οι γυναίκες με ψυχογενή ανορεξία λόγω της σωματικής τους εικόνας.
Το φαινόμενο του στίγματος καταγράφηκε θεωρητικά και εμπειρικά για πρώτη φορά το 1963 από τον κοινωνιολόγο Erving Goffman, ο οποίος όρισε το στίγμα ως μια “ανεπιθύμητη και δυσφημιστική ιδιότητα που αποδίδεται στο άτομο και του στερεί την πλήρη κοινωνική αποδοχή, αναγκάζοντάς το παράλληλα να αποκρύπτει την αιτία αυτής της αρνητικής αντιμετώπισης”. Τρία χρόνια αργότερα (1966) ο κοινωνιολόγος Thomas Scheff διατύπωσε τη “θεωρία της ετικέτας” (labelling theory) σύμφωνα με την οποία η κοινωνική στάση απέναντι σε άτομα τα οποία εμφανίζουν κάποιου είδους ιδιαιτερότητα δεν εξαρτάται τόσο από τη συμπεριφορά τους, όσο από την “ταμπέλα” που τους έχει αποδοθεί από τον κοινωνικό τους περίγυρο, με βάση τα στερεότυπα της εποχής. Αυτό σημαίνει για παράδειγμα ότι ένας άνθρωπος που πάσχει από σχιζοφρένεια θα αντιμετωπίζεται ως επικίνδυνος και απρόβλεπτος, παρά το γεγονός ότι ουδέποτε έχει επιδείξει τέτοια συμπεριφορά. Η δύναμη της προκατάληψης υπερισχύει της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Σήμερα το στίγμα θεωρείται ότι διέπεται από τρεις αλληλένδετες συνιστώσες, τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και τις διακρίσεις. Τα στερεότυπα είναι αρνητικές πεποιθήσεις, συνήθως υπεραπλουστευμένες, στρεβλές και παραπλανητικές, που γίνονται αποδεκτές συλλογικά και οδηγούν σε άκριτες γενικεύσεις για άτομα και ομάδες. Οι γνωσιακές και συναισθηματικές αντιδράσεις που ακολουθούν την αποδοχή των στερεοτύπων χαρακτηρίζονται προκαταλήψεις ενώ οι συμπεριφορικές αντιδράσεις που προκύπτουν από τις προκαταλήψεις αποτελούν τις διακρίσεις.
Παράδειγμα
Στερεότυπο: Οι ασθενείς με σχιζοφρένεια είναι επικίνδυνοι.
Προκατάληψη: Ο γείτονάς μου έχει σχιζοφρένεια, σκέφτομαι ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να μου επιτεθεί, αισθάνομαι ανησυχία και φόβο.
Διάκριση: Αποφεύγω το γείτονα, τον απορρίπτω, τον περιθωριοποιώ.
Το στίγμα της ψυχικής διαταραχής δεν περιορίζεται μόνο στον ασθενή (“τρελός”, “ψυχοπαθής”) αλλά και στην οικογένεια αυτού (“οι γονείς που έχουν το παλαβό παιδί”, “η γυναίκα του ψυχοπαθή”), στις θεραπείες (“ψυχοφάρμακα”) και στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας (“ψυχιατρεία”, “τρελογιατροί”). Η οικογένεια του ψυχικά πάσχοντα πολλές φορές κατηγορείται ότι “τον τρέλανε”, τα ψυχιατρικά φάρμακα ενοχοποιούνται για σοβαρές παρενέργειες (“σε κάνουν φυτό”, “σου αλλάζουν το χαρακτήρα”), οι ψυχιατρικές κλινικές θεωρούνται ιδρύματα “εγκλεισμού” των ασθενών και οι ψυχίατροι ιατροί που χορηγούν υψηλές δόσεις κατασταλτικών φαρμάκων. Η δυναμική του στίγματος είναι τέτοια που επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό όχι μόνο ανθρώπους που έχουν άγνοια γύρω από τις ψυχιατρικές διαταραχές, αλλά ακόμα και επαγγελματίες υγείας, συγγενείς ή φίλους ψυχικά πασχόντων ή και τους ίδιους τους ψυχικά πάσχοντες (αυτοστιγματισμός).
Το στίγμα αποτελεί ίσως το αιχμηρότερο “αγκάθι” στην προσπάθεια πρόληψης, διάγνωσης και αντιμετώπισης των ψυχιατρικών διαταραχών. Εκτιμάται ότι οι μισοί περίπου ασθενείς που πάσχουν από μείζονα ψυχιατρική διαταραχή δεν λαμβάνουν θεραπεία. Το 85% εξ αυτών αποφεύγει την ψυχιατρική παρακολούθηση λόγω παραγόντων που σχετίζονται με το στίγμα της ψυχικής νόσου. Συχνά τα ψυχιατρικά συμπτώματα εκλογικεύονται ως ιδιορρυθμία της προσωπικότητας του πάσχοντα ή ως φυσιολογική αντίδραση σε ψυχοπιεστικές καταστάσεις. Σε άλλες περιπτώσεις, διαγνωσμένοι και συνεργάσιμοι ασθενείς υποκινούνται από πρόσωπα του περιβάλλοντός τους να διακόψουν τη φαρμακοθεραπεία επειδή “τους βλάπτει” ή “δεν τη χρειάζονται πια”. Επαγγελματίες υγείας που υποψιάζονται την ύπαρξη ψυχικής διαταραχής πολλές φορές διστάζουν να κατευθύνουν τους ασθενείς σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας ανησυχώντας μήπως τους προσβάλλουν ή τους θυμώσουν. Η μη αναζήτηση ψυχιατρικής φροντίδας ή η διακοπή αυτής έχει σαν συνέπεια την επιδείνωση ή την υποτροπή των κλινικών εκδηλώσεων και σταδιακά την εγκατάσταση χρονιότητας της νόσου που μειώνει τη θεραπευτική ανταπόκριση, δυσχεραίνει την πρόγνωση και στενεύει τα περιθώρια επανάκτησης των πρότερων επιπέδων λειτουργικότητας του ασθενούς. Επιπλέον οι ασθενείς που δεν λαμβάνουν θεραπεία είναι πιθανότερο να επαληθεύσουν τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, ενισχύοντας το στίγμα (φαύλος κύκλος του στίγματος).
Παράδειγμα
Ασθενής με σχιζοφρένεια που δεν λαμβάνει θεραπεία: παρουσιάζει παραληρητικές ιδέες δίωξης και ακουστικές ψευδαισθήσεις, συμπεριφέρεται αλλόκοτα και μπορεί να γίνει επιθετικός -> επιβεβαίωση της προκατάληψης -> ενίσχυση του στίγματος.
Ασθενής με σχιζοφρένεια που λαμβάνει θεραπεία: είναι ελεύθερος συμπτωμάτων ή δεν παρουσιάζει σοβαρά συμπτώματα και έχει ικανοποιητική λειτουργικότητα, μπορεί να εργάζεται, έχει προσωπική-κοινωνική ζωή και συμπεριφέρεται φυσιολογικά -> κατάρριψη της προκατάληψης -> αποδυνάμωση του στίγματος.
Εν τέλει το στίγμα έχει ως συνέπεια τον κοινωνικό αποκλεισμό ή την αυτοαπομόνωση των ψυχικά πασχόντων. Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, γείτονες, συνάδελφοι, εργοδότες τους αντιμετωπίζουν με δυσπιστία ή φόβο. Οι ασθενείς συχνά υιοθετούν τις αντιλήψεις της κοινωνίας, αισθάνονται ντροπή για τη νόσο τους, χάνουν την αυτοεκτίμησή τους, αποδέχονται την “κατωτερότητά” τους και παύουν να διεκδικούν το δικαίωμά τους σε μια φυσιολογική ζωή. Αρνητικά συναισθήματα (ντροπή, ενοχή, θλίψη) και αποφευκτικές συμπεριφορές (αποξένωση) συχνά αναπτύσσει και το υποστηρικτικό περιβάλλον του ασθενή, που επίσης βιώνει τις επιπτώσεις του στίγματος. Το στίγμα θεωρείται η “δεύτερη νόσος”, η νόσος που συνοδεύει την πρωτοπαθή διαταραχή και υπονομεύει ποικιλοτρόπως τη διάγνωση και θεραπεία της. Η αντιμετώπιση του στίγματος κρίνεται συνεπώς ανάλογης σπουδαιότητας με εκείνη των ψυχιατρικών διαταραχών. Η εφαρμογή προγραμμάτων ψυχοεκπαίδευσης για τους πάσχοντες και το κοντινό τους περιβάλλον και στρατηγικών ορθής πληροφόρησης του κοινωνικού συνόλου σχετικά με τις ψυχικές διαταραχές συμβάλλουν σημαντικά στην καταπολέμηση του στίγματος και στη βελτίωση της λειτουργικότητας και της ποιότητας ζωής, τόσο των ασθενών, όσο και των οικογενειών τους.
Σταυριανάκος Κυριάκος
Ψυχίατρος-Ψυχοθεραπευτής